Βαγγέλης Βουτσινάκης
Κάθετες νύχτες
Έγινε ενημέρωση: 10 Μαρ 2021

Αισθάνομαι εξαντλημένος. Δρομέας μεγάλων αποστάσεων που δεν βρίσκει κάπου ένα μπουκαλάκι νερό, έναν άνθρωπο να του πει «κοντεύεις», δυο παλάμες να τον τονώσουν μ’ ένα ρυθμικό -ή έστω κι αδέξιο- χειροκρότημα.
Είναι πολύς ο καιρός κι ο χρόνος όπως επαναλαμβάνεται σε μέρες καρμπόν και κάθετες νύχτες γίνεται ασφυκτικός, εχθρικός, ανυπόμονος κι ατίθασος. Η λογική με νοικοκυροσύνη ασύλληπτη τακτοποιεί -τουλάχιστον ως τώρα το κατάφερνε- τα «θέλω» και χαλιναγωγεί με νηφαλιότητα -τουλάχιστον ως τώρα το άντεχα- τα «λαχταρώ» τοποθετώντας τα όλα κάτω από ένα τεράστιο σοβαρό και επιβλητικό «πρέπει».
Εικόνες της καθημερινότητας, μια κυρία σέρνει το καροτσάκι της λαϊκής, μια ηλικιωμένη απλώνει απέναντι τη μπουγάδα, ένας κλαδεύει ξερά κλαδιά στον κήπο του, άλλος καπνίζει φορώντας έναν κόκκινο σκούφο στο μπαλκόνι, εικόνες που περνούσαν κάποτε απαρατήρητες, προσελκύουν τώρα το βλέμμα και την προσοχή μου, γίνονται ερεθίσματα σκέψης, αφορμές για να δημιουργηθούν ιστορίες.
Κάποια βιβλία που με τόση αδημονία περίμενα να παραλάβω, άρχισαν να βαριούνται παρατημένα από μέρες στην άκρη, σκέφτομαι να τ’ αλλάξω στη μικρή στοίβα που σχηματίζουν μην τυχόν οι μισοδιαβασμένοι γίγαντες και φασόλια πέσουν βαριά στο στομάχι του Ομπάμα, όπως καμαρώνει με αυτοπεποίθηση στη Γη της Επαγγελίας.
Ακόμα κι η Κυριακάτικη ιεροτελεστία της εφημερίδας περιορίστηκε προχτές στο ένα φύλλο και ολοκληρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες πριν το μεσημέρι περιοριζόμενη στις πορτοκαλί σελίδες, στις «Πτυχές» του Νίκου Βατόπουλου και στη συνέντευξη του Νταβούτογλου. Ακόμα είναι παρατημένη πάνω στο τραπεζάκι.
Ευτυχώς, αντέχει, χωρίς εκπλήξεις και απρόοπτα μέχρι στιγμής, ο... πρωινός καφές. Εκεί που ανακεφαλαιώνεται επιγραμματικά η προηγούμενη, σχολιάζονται τυχόν όνειρα ή νυχτερινές ανησυχίες, στηλιτεύονται τα τηλεοπτικά δρώμενα, πέφτουν ιδέες για το μεσημεριανό τραπέζι κι ανανεώνεται η συνήθεια με γερές δόσεις αμοιβαίου ενδιαφέροντος.
Τι συμβαίνει; Τι μου συμβαίνει;
Βγάζω τον σκύλο βόλτα κι αισθάνομαι σαν να βγαίνω με φίλους. Πάμε σούπερ μάρκετ και στολιζόμαστε λες και θα βγούμε για διασκέδαση. Πετάγομαι δίπλα στην πεθερά μου ή μέχρι τη μάνα μου κι είμαι ανυπόμονος σαν να έχω να τις συναντήσω μήνες. Πιάνω την κουβέντα στο περίπτερο σαν να μην υπάρχουν τσιγάρα αύριο.
‘Ενας χρόνος κι έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Από τη φουλ δραστηριότητα, την ένταση και την βιασύνη των γραφείων στην πλήρη απραξία. Τι να σου κάνει η περσινή καλοκαιρινή ανάπαυλα κάτω απ’ τις συνθήκες που είμασταν; Απ’ τον Νοέμβρη βλέπω τις μέρες να φεύγουν σε slow motion κι η ζωή να ξεδιπλώνει σε ολόιδια double face τις μέρες και τους μήνες.
Τα άδεια σχολικά προαύλια μια ανατριχίλα, τα κατεβασμένα ρολά των καταστημάτων μια απελπισία, η απομάκρυνση γνωστών και φίλων μια θλίψη, η μοναξιά των νυχτερινών δρόμων μια τρέλα. Η ζωή εξελίσσεται σε οριζόντιες μέρες και κάθετες νύχτες αλλά της πανδημίας και του εγκλεισμού το σταυρόλεξο είναι για «δυνατούς λύτες» και γερά νεύρα, δεν λύνεται εύκολα και γρήγορα γιατί «έξυπνες λύσεις» δεν υπάρχουν ούτε -δυστυχώς- κι «έξυπνα μέτρα». Πόσο ακόμα αυτή η απελπισία κι η ψυχολογική πίεση;
Μήπως, είναι πιο έξυπνο να συνεχίσω να τηρώ τα μέτρα προστασίας και να πάψω να το σκέφτομαι; Μήπως τότε γίνει πιο εύκολο να σταματήσουν το θλιβερό τους χτύπο οι καμπάνες των κοιμητηρίων και ακουστεί -επιτέλους- το ελπιδοφόρο καμπανάκι του τελευταίου βιράζ;