Βαγγέλης Βουτσινάκης
Πού αρχίζει ο χρόνος;

Δεν έκανα ταξίδια μακρινά. Τον χρόνο τον ταξίδεψα όμως με την ψυχή μου· πότε κρατώντας την με τρυφερότητα και λαχτάρα και πότε νοιώθοντάς την ν’ ανεβαίνει ίσαμε το στόμα.
Είχε πολύ εσωτερικότητα και μεγάλη πυκνότητα ο χρόνος το χρόνο που φεύγει. ‘Ωρες απλωμένες σε μέρες γεμισμένες με σκέψεις, με εικόνες, με λέξεις, με διλήμματα, με συναισθήματα, αλλά και λεπτοδείκτες μαρμαρωμένοι βασιλιάδες κάποια Σαββατοκύριακα μποτιλιαρισμένα σε δρόμους σιωπής.
Είχε ματιές ανφάς και προφίλ στου χρόνου τον καθρέφτη αυτός ο χρόνος και χαμόγελα χιαστί μπροστά στο μάτι της κουζίνας, εκεί που φτερούγιζε η μυρωδιά του καφέ και ξεσήκωνε της μέρας τα τεμπέλικα πρωινά. Βαρύς, μα τόσο φροντισμένος με γλύκα και καϊμάκι που ερέθιζε τα χείλη κι έκανε τον ουρανίσκο ν’ αδημονεί να πει την καλημέρα του στο αρωματικό άγγιγμα της πρώτης γουλιάς. Τα πρωινά αυτά είναι του χρόνου αυτού πολύτιμα χαρίσματα.
Είχε βήματα απλωμένα νωχελικά στης παραλίας τα νοτισμένα βότσαλα με συντροφιά της αλμύρας τη γεύση στα διψασμένα στόματά μας. Όχι πολλά, μα αρκετά, ενός καλοκαιριού που έμοιαζε να προσποιείται πως με ανεμελιά τον ήλιο απολαμβάνει δίπλα σ’ ενός διπλού ούζου με μεζέ τ’ άσπρο πιατάκι. Μικρές στιγμές ντυμένες στο γαλάζιο ενός μεγάλου ουρανού που άπλωνε τη σιγουριά του απλόχερα όπως μέσα στα μάτια της αθόρυβα αγνάντευα. Απομεσήμερα που φως κρατήσανε για τώρα που οι νύχτες του χειμώνα μεγαλώσανε.
Είχε φωνή βγαλμένη απ’ του χρόνου του ίδιου της μνήμης το συρτάρι -Θεέ μου, το «χρονοντούλαπο» θυμήθηκα, για δες τώρα! Όμορφες αναμνήσεις... Απ’ τα πολύ παλιά οι περισσότερες, που φωνή έγιναν κάποια στιγμή απ’ των παιδιών την παρακίνηση -λες κι εγώ δεν το ‘θελα- που παίξανε με τα εκτός σχεδίου του χρόνου σχέδια τ’ ανθρώπινα. Φωνή που έγινε φωνές και χαμόγελα και αναμνήσεις πολλών που άκουσαν και ξαναέζησαν του χρόνου τα γυρίσματα και θέλησαν κάτι απ’ αυτές τις ζωές, τις δικές τους ζωές, όλοι μαζί να μοιραστούμε. Από τα κέρδη αυτού του χρόνου ό,τι πιο πλούσιο, πιο μοναδικό, πιο ανεκτίμητο.
Είχε ώρες μοναχικές και δύσκολες, δίπλα σε θλιμμένα πρόσωπα, που ο χρόνος περνώντας δεν χαρίστηκε, αλλά και κάποιες που ένα αδιέξοδο ορθώνονταν σαν μαύρος εφιάλτης. Εκεί είναι που η αγάπη ο χρόνος έγινε αφορμή ν’ απλώσει τα λευκά φτερά της και ν’ ακουμπήσω σ’ αγκαλιές ανθρώπινες, φιλόξενες και καταδεχτικές, που τρυφερά τους φόβους μου σηκώσανε και πήραν το σκοτάδι απ’ το βλέμμα. Ήταν οι άνθρωποί μου δίπλα μου, μέρα και νύχτα, στο φως και στο σκοτάδι, στο γέλιο της χαράς και στης απόγνωσης το κλάμα, να διώχνουν απ’ τη μνήμη αυτού του χρόνου, απ’ τη μνήμη μου, του πόνου το άσπλαχνο χάδι.
Αύριο φεύγει. Ποιος άραγε; Πού σταματά ο χρόνος και πού αρχίζει; Λάθος κουβέντα νομίζω ότι πιάνουμε. Μόνο η ελπίδα κι η αγάπη ορίζουνε μέσα μου το χρόνο. ‘Οσο ελπίδα υπάρχει στην ψυχή μου και αγάπη ο χρόνος μου ποτέ δεν θα τελειώσει· συνέχεια μπροστά θα συνεχίζει γλυκά καλώντας με σε νέες συγκινήσεις, σε ένα μακρινό μοναδικό ταξίδι.