Βαγγέλης Βουτσινάκης
Τα τραγούδια της Χαρούλας
Δεν ξέρω πώς να το γράψω για τη Χαρούλα. Δεν ξέρω αν πρέπει να το γράψω.
Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις τη συστολή και το δισταγμό μου.
Με τα τραγούδια της Χαρούλας μεγάλωσα.
Από τα Κυριακάτικα πρωινά της ΜΙΝΟΣ -αν το θυμάμαι καλά- στο μικρό τρανζίστορ της κουζίνας με την πιο καλή γκαρσόνα, μέχρι το απόψε θέλω να πιω, έχω τραγουδήσει, έξω ξενυχτήσει, έχω κλάψει κι έχω διασκεδάσει μαζί τους. Η οδός Αριστοτέλους είναι το τραγούδι μου, το τραγούδι μας -θυμάσαι;- ο φαντάρος για το Νίκο, το όλα σε θυμίζουν με τον Τάσο. Το εξαρτάται, το μινοράκι, το δι' ευχών.
Δεν τις έχει ανάγκη αυτές τις αναφορές.
Εγώ το έχω ανάγκη, τώρα που ψάχνομαι κι αναρωτιέμαι τι αφήνω όρθιο στον κόσμο πίσω μου.
Τι αφήνω από κείνες τις συναυλίες του καλοκαιριού, τους έρωτες της άνοιξης, τη δροσιά και τον ήλιο που παραμόνευε σε κάθε βήμα τότε, με την ελπίδα που φούσκωνε τα στήθια και τα πανιά πως όλα είναι δυνατά κι όλα μπορώ να τα καταφέρω και να τα κατακτήσω.
Τι αφήνω από τα τραγούδια και τις μουσικές που ξεσήκωσαν την ψυχή μου και δώσανε φτερά στα πόδια μου, φούσκωσαν δάκρυα στις κόχες των ματιών, φούντωσαν τη θέληση κι απογείωσαν εμένα, εσένα, χιλιάδες κι εκατομμύρια άλλους.
Τώρα γίναμε άλλοι, κάποιοι άλλοι που δεν γνωρίζονται, που δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα και δεν τραγουδάνε τα ίδια τραγούδια. Πλήθη και λαοί και όχλοι και ομάδες.
Διαλύσαμε τις παρέες και τις συντροφιές, διαλύσαμε τις φιλίες και τις σχέσεις, κάναμε τις συναναστροφές «φίλους» και τις συζητήσεις twit. Τα τραγούδια κι οι φωνές που μας ξεσήκωναν και μας ένωναν τώρα μας μοιράζουν, μας διχάζουν, μας χωρίζουν. Τώρα έχουμε «κρίση».
Κρίση συνείδησης, πότε;
Έχω ελαστική συνείδηση ίσως, σαν τα γάντια της κουζίνας.
Μπερδεύομαι και μπερδεύω. Τώρα που όλα έχουν ξεκαθαρίσει, όλα έχουν απομυθοποιηθεί, όλα μπορούν ν' αρχίσουν ξανά, το μόνο που με νοιάζει είναι να γκρεμίσω τις αναμνήσεις μου, να κατεδαφίσω το παρελθόν μου, ν' απαρνηθώ τις επιλογές μου.
Αντί τα Κυριακάτικα πρωινά με τη Χαρούλα να μου υπενθυμίζουν πού ήμουνα και πού έφτασα, καμώνομαι πως δεν τα έζησα εγώ, δεν ήμουν εγώ αλλά κάποιος άλλος. Κι όλοι μαζί προσποιούμαστε δήθεν τους κάποιους άλλους.
Τα τραγούδια της Χαρούλας μπορούν να γίνουν μαζί με όλα αυτά τα τραγούδια που με μεγάλωσαν το νήμα, ο οδηγός για να πάω μπροστά, να πάω παρακάτω.
Τα τραγούδια αυτά δεν είναι πια δικά της, είναι δικά μου, είναι δικά μας.
'Ο,τι κι αν φοράει η Χαρούλα, τα τραγούδια της θα φοράνε πάντα τα καλά τους και θα με παρασέρνουν σε δρόμους που 'γιναν δύσβατοι, αγνώριστοι, κακοτράχαλοι, αλλά δεν παύουν να έχουν αφήσει πάνω τους τα ίχνη απ' τα βήματά μου.
"Κοίτα μια νύχτα έξω που κάνει
κι ό,τι κι αν λέμε κάπου μας πιάνει"