top of page
Αναζήτηση
  • Εικόνα συγγραφέαΒαγγέλης Βουτσινάκης

Για να δούμε τι θα δούμε...


Γείτονας, στην απέναντι πολυκατοικία έμενε, στον πρώτο. Ούτε τ’ όνομά του καλά – καλά δεν ήξερα, αλλά συναντώμασταν στα πήγαιν’ – έλα της καθημερινότητας, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα, συνήθως όταν έβγαζα βόλτα τον σκύλο και χαιρετιόμασταν φιλικά. Παρών πάντα κι από κοντά σε όλες τις εργασίες της πολυκατοικίας. Τον ξεχώριζα για το καμαρωτό του παράστημα και τον βιαστικό του βηματισμό. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν 65άρης.


Με τη γυναίκα του, την κυρία Χριστίνα, είχαμε περισσότερη οικειότητα και πέρα απ’ τις χαιρετούρες και τα τυπικά, όταν συναντώμασταν στο δρόμο, λέγαμε και δυο κουβέντες παραπάνω για τη δουλειά, τα παιδιά και τα σχετικά των οικογενειών. Η γνωριμία ήταν από παλιότερα, αλλά είχε γίνει πιο κοντινή μετά τις δημοτικές εκλογές του 2014, που ήμουν υποψήφιος κι έδωσαν την ευκαιρία να πούμε κάποιες κουβέντες παραπάνω.


Σήμερα τ’ απόγευμα εμβρόντητος πληροφορήθηκα απ’ τη γυναίκα του, ότι ο γείτονας πέθανε από κορονοϊό πριν ένα μήνα. Στις αρχές Γενάρη νόσησε, έμεινε μερικές μέρες με πυρετό στο σπίτι κι όταν η κατάσταση χειροτέρεψε πήγε στο νοσοκομείο. Μόνος του οδήγησε το αυτοκίνητο, μας είπε συγκινημένη η κυρία Χριστίνα, και το πιο τραγικό είναι ότι πηγαίνοντας γύρισε κάποια στιγμή και της είπε: «Δεν πρόκειται να βγω από ‘κει!» Από εκείνη τη μέρα δεν τον ξανάδε. Έμεινε ενάμιση μήνα διασωληνωμένος. [Όπως μας είπε η Χριστίνα κι η ίδια νόσησε, αλλά πιο ήπια, μόνο τα συμπτώματα αγευσίας και ανοσμίας εκδήλωσε. Δεν ξεμύτιζε απ’ το σπίτι].


Η αλήθεια είναι, ότι από καιρό η απουσία του ζευγαριού απ’ τις τυχαίες συναντήσεις μας μου είχε κάνει εντύπωση, δεν ήξερα όμως κάποιον άλλο απ’ την πολυκατοικία τους για να ρωτήσω, ούτε είχα το θάρρος να χτυπήσω το κουδούνι τους, όπως κάποια Χριστούγεννα πριν –το ’17 ήταν– που μ’ ένα κουτάκι κουραμπιέδες στο χέρι πήγα να ευχηθώ καλές γιορτές στη γιαγιά –την 94χρονη μητέρα της Χριστίνας– που καθημερινά με χαιρετούσε πρόσχαρα απ’ το μπαλκόνι τους όταν πέρναγα από κάτω με τον σκύλο. [Τι χαρά που πήρε τότε, Θεέ μου!] ‘Αλλωστε η γιαγιά από πολύ καιρό πριν δεν φαινόταν πουθενά στο μπαλκόνι, παρά μόνο μια ηλικιωμένη άγνωστη με ποδιά έβλεπα να μπαινοβγαίνει βιαστικά, που υπέθετα ήταν η γυναίκα που θα την φρόντιζε.


Μια πόρτα, ένας δρόμος χωρίζει τα σπίτια μας, μια γειτονιά και δεν πήραμε είδηση! Δεν ακούστηκε πουθενά κάτι, από κάποιο γνωστό, στο φούρνο, στο περίπτερο, στον ηλεκτρολόγο, στα γύρω μαγαζιά που λίγο – πολύ καθημερινά σχεδόν λέμε μαζί με τα χρειαζούμενα και δυο κουβέντες παραπάνω. [Για κάποιαν «Τέκου» που –λέγαν– «πέθανε», κάτι πήρε τ’ αυτί μου περιμένοντας στην ουρά του φαρμακείου]


Ξένοι, άγνωστοι και μοναχικοί, καθένας μας και κάθε σπίτι ζει τα δικά του, βιώνει το δράμα των καιρών και τις δυσκολίες της εποχής με τον δικό του μοναδικό τρόπο κι όλοι μαζί με την κοινή αγωνία της εξάπλωσης της πανδημίας, της εξέλιξης –πλέον– της διαδικασίας εμβολιασμού και μια ευχή στα κρυμμένα κάτω απ’ τις μάσκες χείλη, μια ευχή για καλή υγεία.


Λυπάμαι για τον άνθρωπο, συμπονώ την οικογένειά του κι αναρωτιέμαι, ελπίζοντας όλα να πάνε καλά και να βρισκόμαστε σε διαδικασία δημιουργίας ανοσίας κι απαλλαγής σταδιακά απ’ τον φόβο της πανδημίας, πώς θα είμαστε μετά; Ποια κοινωνία θα βγει σώα απ’ το κακό; Ποιες ανασφάλειες θα μας βασανίζουν; Ποιες αποστάσεις θα μας χωρίζουν [και δεν αναφέρομαι μόνο σε μέτρα]. Πόσο θα υποκαθιστούν την ανθρώπινη παρουσία και θα μας συντροφεύουν τα social media;


‘Αραγε, τα άυλα τείχη της αποξένωσης και της απομόνωσης, που, πολύ πριν την πανδημία, είχαν αρχίσει να μας κρατούν απόμακρους και άγνωστους μεταξύ μας, θα γίνουν περισσότερο απροσπέλαστα κι αδιαπέραστα ή θα κατορθώσουμε να κερδίσουμε και να εκτιμήσουμε περισσότερο, μέσα απ’ την αγωνία και τον πόνο της πανδημίας, την μεταξύ μας αλληλεγγύη, την ανθρώπινη φιλία και την διαπροσωπική επικοινωνία;


Υγεία να ‘χουμε να το δούμε...

32 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page