Βαγγέλης Βουτσινάκης
"Υποκείμενα νοσήματα" κι επόμενη μέρα
Η έκφραση μπήκε στην καθημερινότητά μας μαζί με τον κορονοϊό, μαζί με τους πρώτους από εκείνους που συναπαντήθηκαν μ’ αυτόν, προσβλήθηκαν, κι ατύχησαν, στις περισσότερες περιπτώσεις, γιατί είχαν και κάποιο «υποκείμενο νόσημα».
Σύμφωνα με τους ειδικούς, καρδιολογικά, αναπνευστικά, διαβήτης και χρόνια νευρολογικά υποκείμενα νοσήματα, συνδέονται με τους περισσότερους θανάτους.
Τα υποκείμενα νοσήματα λειτουργούν, μ’ άλλα λόγια, κάτι σαν επισπεύδοντες, που συμβάλουν στην ταχεία επιβάρυνση μιας ήδη προβληματικής κατάστασης δημιουργώντας περιπλοκές και δυσκολίες στην αντιμετώπιση, στη διαχείριση και, τελικά, στην αποκατάσταση της υγείας των ασθενών και οδηγούν, μοιραία, στο μοιραίο.
Συχνά – πυκνά κι η κρατική μας μηχανή έχει χαρακτηριστεί από ειδικούς και μη σαν «ο μεγάλος ασθενής».
Με την ευκαιρία κάποιου δυσάρεστου γεγονότος, κάποιας φυσικής καταστροφής, αιφνίδιας κακοκαιρίας, σεισμού, πυρκαγιάς, αλλά και -σε μικρότερη έκταση- σε περιπτώσεις κακοδιαχείρισης, αδιαφάνειας, αυταρχισμού ή αδιαφορίας, έρχεται κι επανέρχεται η ανάγκη ν’ αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά αυτές οι παθογένειες και να «φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο».
Στις περισσότερες όμως των περιπτώσεων, μόλις το κακό περάσει, μόλις τα φώτα των δελτίων ειδήσεων και της δημοσιότητας σβήσουν, ο χρόνος συνεχίζει να ξεκοκαλίσει την καθημερινότητα και τη μνήμη μας, συνεχίζοντας το ίδιο μονότονα, το ίδιο κουραστικά και βασανιστικά να κατευθύνει τους ρυθμούς λειτουργίας του κράτους και των δομών του στον ίδιο μονότονο χτύπο και ρυθμό.
Τα ίδια και τα ίδια, με μικροαλλαγές και επιμέρους βελτιώσεις ικανές να «γιατρέψουν» προσωρινά τα «υποκείμενα νοσήματα» του ελληνικού διοικητικού συστήματος και της κρατικής μας οργάνωσης και να σπρώξουν για τρία – τέσσερα χρόνια τον καιρό παρακάτω, μιας κι οι ανάγκες για έργα και παροχές σ’ αυτόν τον τόπο έχουμε συνηθίσει να μετριούνται και ν’ αποτιμώνται με τις τετραετίες.
Μια αίσθηση δημιουργείται όμως μετά την επέλαση της επιδημίας του κορονοϊού και στη χώρα μας. Μια διάθεση για ν’ αντιμετωπιστούν από τους αρμόδιους κάποια «υποκείμενα νοσήματα», κάποιες χρονίζουσες παθογένειες, με περισσότερη σοβαρότητα, με μεγαλύτερο αίσθημα ευθύνης, με λιγότερα λόγια και περισσότερες πράξεις.
Οι ειδικοί έχουν τον πρώτο λόγο, οι εφαρμογές της τεχνολογίας τίθενται στην υπηρεσία των πολιτών, ο δημόσιος χαρακτήρας αγαθών όπως η υγεία υπηρετείται με αποφασιστικότητα, η στήριξη των πληττόμενων ατόμων και κοινωνικών ομάδων γίνεται χωρίς διακρίσεις κι εκλεκτική επιλεκτικότητα.
Ταυτόχρονα, οι χαμηλοί τόνοι στην εκφορά του δημόσιου λόγου από ιθύνοντες και αρμόδιους, επιτείνουν αυτή την αίσθηση σοβαρότητας και καλλιεργούν βάσιμες προσδοκίες, ότι μέσα απ’ αυτήν την καταστροφή της επιδημίας και της αρρώστιας, μπορεί να προωθηθεί μια άλλη νοοτροπία κι ένας διαφορετικός τρόπος προσέγγισης των προβλημάτων, της κοινωνίας και των αναγκών της εκ μέρους των κυβερνώντων.
Δύσκολη άσκηση για τους περισσότερους από τους εμπλεκόμενους, αλλά η επόμενη μέρα, όταν αρχίσουν σιγά – σιγά να βγαίνουν απ’ τα πρόσωπα οι μάσκες, θα δείξει, αν όντως η αίσθηση που την εποχή της καραντίνας διάχυτα δημιουργήθηκε ήταν προϊόν πολιτικής βούλησης κι επιλογής ή μαζική κοινωνική παραίσθηση απ’ τον φόβο της αρρώστιας και τον ψυχαναγκασμό του «μένουμε σπίτι».