Βαγγέλης Βουτσινάκης
Να θυμηθούμε τα παλιά.

Τα χαλάσαμε. Άκου με που σου λέω. Τι να μου δικιολογήσεις και τι να σου εξηγήσω, αφού το ξέρεις και το ξέρω ότι τα περιρρέοντα θα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο.
Άντε, φτιάξε μια φράση αισιοδοξίας για να’χουμε να λέμε, να σου σκαρώσω κι εγώ μιαν άλλη και μέσα μας κι εσύ κι εγώ να τρωγόμαστε.
Να τρωγόμαστε για τι άραγε απ’ όλα; Τι βάζεις πιο πάνω; Α! Τα παιδιά σου μου ‘χες πει κάποτε θυμάμαι.
Άντε, λοιπόν, πού είναι τα παιδιά σου, τι κάνουν; Σπουδάζουν; Πού; Στο πανεπιστήμιο ή σου ‘χουν φύγει για έξω; Ψάχνουν δουλειά; Δουλεύουν! Τι καλά! Ελπίζω να’ναι στο Δημόσιο και κάτι να γίνεται γιατί αν είναι αλλού... Πού; Δεκάωρο και βάλε. Κατάλαβα!... Μην μου πεις για το μισθό, ξέρω απ’ το γιό μου, ναι, τον μικρό που δουλεύει μισοασφαλισμένος. Ο μεγάλος με το μεταπτυχιακό είναι άνεργος δεν του ανανέωσε η αεροπορική τη σύμβαση. Θα ‘ναι απ’ τους πρώτους που θα πάρουν πίσω του είπαν «όταν...» Σ’ αυτό το «όταν» κρέμονται δέκα χρόνια σπουδές στην αεροναυπηγική. Ψάχνει σε κά’ να μεζεδοπωλείο τίποτε. Μα, δε βλέπεις; Κλείνουν κι αυτά από τις 12 τώρα. Ποιος να προλάβει να πρωτοδουλέψει; Μένει ασφαλής άνεργος στο σπίτι.
Στη δουλειά πας; Τι; Ψάχνεις για δεύτερη; Πότε θα τις προλάβεις, ρε αδερφάκι; Δεν είμαστε πια παιδιά, εξηνταρίσαμε και με τούτα και μ’ εκείνα ούτε που το καταλάβαμε. Κι η Λίτσα, φυλάει ακόμα τα μωράκια στον 4ο; ‘Ελα! Κομμάτια θα γίνεται!... Και τ’ απόγευμα τη γριά στο Ισόγειο; Κι εσείς πού βρίσκεστε, ρε φιλαράκι, στο ασανσέρ, μεταξύ ισογείου και 3ου; Αλήθεια, με ‘κείνο το στεγαστικό έκανες τίποτε; Ωραίο οροφοδιαμέρισμα, ρε φίλε, αλλά σου στοίχισε ο κούκος αηδόνι τότε. Όλη την Αθήνα βλέπεις πιάτο από ‘κει πάνω, αλλά τότε δούλευε κι Λίτσα στην τράπεζα.
Κι εγώ στη μάνα μου πάω. Έπεσε, χτύπησε στο πόδι και της έχουμε γυναίκα. Ευτυχώς δεν το έσπασε, αλλά δεν περπατάει. Η πεθερά σου τι κάνει; Κι εσείς γυναίκα!... Φυλάμε τις ξένες γριές και στις δικές μας βάζουμε ξένες να τις φυλάνε!
Δε σου λέω, ρε φιλαράκι, τά ‘χουμε ρημάξει όλα! Τις ζωές μας, τις σχέσεις μας, τα πιστεύω μας, όλα! Εμείς που τα φτιάξαμε όλα τέλεια και σωστά, οι νοικοκυραίοι, οι παστρικοί, να ζούμε τώρα καθημερινά μέσα σ’ αυτή την ανασφάλεια, τον φόβο, την καχυποψία, το μαράζι. Και ‘μεις, άντε, βάλαμε τα χεράκια μας και βγάλαμε τα ματάκια μας, τα παιδιά μας όμως, ρε φιλαράκι, σε τι φταίξανε;
Ποιος θα μας το ‘λεγε πριν δέκα – είκοσι χρόνια, ότι θα έφτανε μια εποχή, όπως καλή(;) ώρα, εμείς οι μοσχοθρεμένοι του 20ου αιώνα, οι λαρτζ, οι επιτυχημένοι, οι «ξέρεις ποιος είμαι ‘γω», να μην ξέρουμε πού πατάμε και πού βρισκόμαστε; Τόσα χρόνια από σφαλιάρα σε σφαλιάρα κι από ξεφτίλα σε ξεφτίλα. Όποια λάθος συμβουλή ακουστεί, όποια αρλούμπα κι υπερβολή, βουρ, να την ακολουθήσουμε. Κι εμείς μαζί!... Δε γίνεται έτσι προκοπή!
Εμείς δεν έχουμε πέσει μέσα στο βαρέλι με τα σκ@τ@, γιατί τα βαρέλια έχουν πάτο. Στα άπατα του απόπατου πέσαμε βγάζοντας φιλάρεσκα σέλφι κι αντί να συμφωνήσουμε βλέποντας τα χάλια μας, να κοντοσταθούμε και να κοιτάξουμε προς τα πάνω μπας κι ακούσουμε καμιά ιδέα και φανεί καμιά χαραμάδα από πουθενά, πατάμε λάικ και στη στιγμή δώσ’ του προς τα κάτω συνεχίζουμε να τσαλαπατιώμαστε. Λες και δεν καθόμαστε, τρόπος του λέγειν, όλοι πάνω στο ίδιο κλαδί, αλλά αν βουλιάξουμε υπάρχει περίπτωση, εδώ που βρισκόμαστε, κάποιοι να μείνουν απ’ έξω.
Τι να λέμε; Κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας κι ο ένας τον άλλο, ίσα να περνά ο καιρός. Θαύματα δεν γίνονται, φιλαράκι, το ξέρουμε καλά γιατί εσύ κι εγώ ερχόμαστε από μακριά, κι ας χάσαμε το δρόμο κι ας πήραν τα μυαλά μας αέρα. Ο σώζων εαυτόν σωθήτο είναι αυτά που ζούμε. Εμείς που διαδηλώναμε για την αλληλεγγύη και τη συνεργασία των λαών.
Ρετάλια έχουμε γίνει οι λαοί. Κουρέλια ανεμίζουν στα σκουπίδια οι διακηρύξεις, οι ιδεολογίες, οι αγώνες μας. Κι αυτό που κάνει την απελπισία πιο τραγική, φιλαράκι, είναι ότι κάποιοι το μόνο που κάνουν είναι να σχεδιάζουν ασταμάτητα σχέδια σωτηρίας και κάποιοι άλλοι να προβάρουν όπου βρεθούν κι όπου σταθούν κοστούμια σωτηρίας. Σαν όλα να βρίσκονται στην πριν τις κρίσεις κανονικότητα. Περιμένουν ίσα-ίσα ο χρόνος να κυλίσει για να μοστράρουν όλοι την πραμάτια τους. Μας έχουν πάρει πρέφα...
Φιλαράκι, πολλά τα ‘παμε! Κι επειδή οι μαγικές λύσεις μας τελείωσαν, άντε να βρεις εσύ τη δεύτερη δουλίτσα σου να πάω κι εγώ να δω τι κάνει η μάνα μου κι αν είναι το Σαββατόβραδο πάρε τηλέφωνο να βρεθούμε. Μου ‘παν τα παιδιά άνοιξε ένα καινούργιο μεζεδοπωλείο στον πεζόδρομο δίπλα στο ορθάδικο που συχνάζουν, πάρε και τη Λίτσα
να πάμε να πιούμε καμιά μπύρα, να ξελαμπικάρουμε λίγο, ρε φιλαράκι, να θυμηθούμε τα παλιά.