top of page

Κάθομαι στα σκαλάκια...

  • Εικόνα συγγραφέα: Βαγγέλης Βουτσινάκης
    Βαγγέλης Βουτσινάκης
  • 13 Απρ 2024
  • διαβάστηκε 2 λεπτά
ree

...Φυσάει, ο αέρας ξεσηκώνει χαρτιά και σακούλες, πλαστικά στριφογυρίζουν τρελά σε κάθε ριπή του, σκόνη, γύρη παντού, ένα μεθυστικό άρωμα όμως από κάποιο κρυμμένο αγιόκλημα αιωρείται και στολίζει το σούρουπο· μήπως είναι από την ολάνθιστη νεραντζιά στην απέναντι πρασιά, αναρωτιέται μαζί μου και το νέο φεγγάρι που ξεκίνησε βιαστικό το σεργιάνι του πριν καλά - καλά η μέρα τα μαζέψει γι’ αλλού.


Η μάνα μου τέτοια ώρα θα ήταν στην εκκλησία, Χαιρετισμοί, Ακάθιστος Ύμνος. Την πίστευε την Παναγία η μάνα μου, την αισθανόταν Προστάτιδα και Σκέπη της, της μιλούσε χαμηλόφωνα και με σεβασμό, αλλά και οικεία ταυτόχρονα σαν στον άνθρωπό της· ένιωθα να επικοινωνεί με ευλάβεια Μαζί της, πότε με την προσευχή της, πότε προσκυνώντας γονυπετής και πότε σιωπηλή για ώρα μπρος στην Εικόνα της.


Κάθομαι στα σκαλάκια της εισόδου κι έρχονται στο νου μου εικόνες. Πόσες ανάγκες Σκέπαζε άραγε αυτή η Παναγιά που η μάνα μου είχε στο προσκεφάλι της; Με πόση υπομονή την όπλισε; Πόσο κουράγιο κι απαντοχή; Πόση δύναμη έδινε στις μέρες της, στο σώμα της, για να κυλά η ζωή κι η ζωή της μαζί με τα λίγα, τα απέριττα, τα απολύτως αναγκαία, εκείνα που κρατούσαν εκείνη κι εμάς κοντά στην οικογένεια και δίπλα στον πατέρα μας.


Την πίστευε χωρίς ιδιοτέλεια, αλλά με την βεβαιότητα πως βρίσκεται εκεί, δίπλα· παραστέκεται. Την ευχαριστούσε μέσα απ’ την ψυχή της δίχως να έχει απαιτήσει το παραμικρό και δίχως να περιμένει ανταπόδοση ή όφελος, αλλά κι όταν παρακαλούσε για τη Μεσιτεία της, για την Παρηγοριά ή την Βοήθειά της αισθανόμουν να έχει στο βλέμμα της τόση ταπεινότητα και συντριβή, που ήμουν βέβαιος πως κάτι πολύ σημαντικό και σπουδαίο ήταν το διακύβευμα.


Ο αέρας έπεσε χωρίς να το καταλάβω, όπως απλώθηκε αργά το σούρουπο πάνω στα σκαλάκια και το άρωμα απ’ τ’ αγιόκλημα έμπλεξε στους λαβύρινθους της μνήμης με μιαν ανεπαίσθητη ευωδιά από λιβάνι που παρασέρνει τη μνήμη με μεγαλύτερη ένταση κι επιμονή. Η καμπάνα χτύπησε και σαν να με βλέπω μαζί με άλλα παιδιά να τρέχω στο προαύλιο της Παναγίτσας κι αυθόρμητα τα χείλη ψιθυρίζουν: «Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος και λόγον ερεύξομαι τη Βασιλίδι μητρί, και οφθήσομαι φαιδρώς πανηγυρίζων, και άσω γηθόμενος ταύτης τα θαύματα».


Άφησα πίσω στη δροσερή νύχτα τα σκαλάκια και τις ευωδιές της εμπιστεύτηκα στο χλωμό φεγγάρι· επέστρεψα με μια γαλήνη στην ψυχή, ήρεμος, πως τα παιδικά μου χρόνια, οι αναμνήσεις μου κι αυτοί που με μεγάλωσαν στέκουν εκεί, με καρτερούν και με προσέχουν, και βρήκα τη ζωή μου μέσα, τους ανθρώπους μου, τη φροντίδα, την αγάπη και την αφοσίωση, να με καρτερούν κι απ’ το χαμόγελό τους αισθάνθηκα πως, σε μια από τις προσευχές της η μάνα μου, μπορεί για να βρω αυτήν την αγάπη να Την είχε ικετέψει.

Σχόλια


bottom of page