Βαγγέλης Βουτσινάκης
17 Ιουλίου, ντάλα καλοκαίρι
17 Ιουλίου, ντάλα καλοκαίρι.
Φυσάει σήμερα ένας αέρας σκονισμένος και μουντός, αλλά την κάψα και τη λάβα του τσιμέντου και της άσφαλτου δε μπορεί ν’ αντιπαλέψει. Γι’ αυτήν μόνο το αιρ κοντίσιον, οι ανεμιστήρες, αλλά κι οι βεντάλιες που κάνουν όλο και πιο αισθητή την παρουσία τους ανάμεσα σε γυναικεία δάχτυλα.
Ιδρωμένες μασχάλες και λαιμοί ένα γύρω, αλλά και μύρια αυτιά που δεν ιδρώνουνε με τίποτα.
Παραλία θα ‘θελα να ‘μουν, όπως πριν λίγες μέρες. Δε με χαλάει όμως κι η πόλη.
Πολλά και πολλοί έχουν γράψει κι έχουν πει για την ομορφιά της πόλης που αδειάζει τα κατακαλόκαιρα, τότε που τ’ αργόσυρτα σεργιάνια στους πεζόδρομους πυκνώνουν κι οι μοναξιές έρχονται πιο κοντά παρά τη ζέστα και το άγνωστο της νύχτας.
Είναι όμορφες οι άδειες μεγαλουπόλεις όταν κρύβουν ζωή, όταν η κάψα κι η λάβα του τσιμέντου καίνε την ασχήμια τους, όταν το φλερτ κι ο έρωτας φτερουγίζουν σαν πουλιά και στρέφουν ασυναίσθητα τα βλέμματα ψηλά. Άνθρωποι όταν υπάρχουν στα παγκάκια, έστω και μόνοι, έστω και μονοί.
Όταν οι πλατείες αδειάζουν από θυμό κι οργή και γεμίζουν πιτσιλιές από σιντριβάνια με τσακισμένα μάρμαρα και στρόγγυλα τραπέζια στολισμένα με καραφάκια ή μπύρες. Ξεροσφύρι μπορεί, αλλά με μπόλικη κουβέντα και δροσιά. Κι άλλη δροσιά κι άλλη κουβέντα κι οι παρέες μια παρέα. Φεγγαράδα.
Υπάρχει ελπίδα. Καθένας έχει κρυμμένη μιαν ελπίδα μέσα του, ακόμα κι εκείνος που σκυμμένος ψάχνει στ’ αποφάγια, στα σκουπίδια, στα σκοτεινά.
Υπάρχει ελπίδα και καμιά γκρίνια μου, καμιά μιζέρια μου, καμιά μουρμούρα μου δε θα επιτρέψω να την κρύψει, να τη διαψεύσει, να τη σβήσει.
Τα καλοκαίρια της ζωής μας είναι ελληνικά κι ας ξεσκάγαμε στα Παρίσια ή ψωνίζουμε στα Harrods.
Οι εθνικές τραγουδάνε τα τραγούδια μας κι ας φύγανε ένας ένας οι μεγάλοι κι ας σιώπησαν οι λίγοι που απόμειναν κι ας μποτιλιάρουν σαn σαρδέλες τ’ αυτοκίνητα και ας βλαστημάω στα διόδια της τρέλας.
Τα καλοκαίρια της ζωής μου είναι ντυμένα ναυτικά και μελωδίες Κραουνάκη, Ξαρχάκου, Χατζιδάκη και Σαββόπουλου. Είναι ντυμένα με στιχάκια από τη Λίνα, με φωνή απ’ τη Χαρούλα, την Άλκηστη, την Ελευθερία, το Μάνο, τον Πάνο και το Χάρη.
Υπάρχει ελπίδα κι ας μην υπάρχει στάλα παγωμένο νερό στο ψυγείο, γουλιά φραπέ στο ποτήρι, πνοή δροσιάς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο.
Έξω υπάρχει καλοκαίρι, κι όσο αυτό υπάρχει μέσα στην καρδιά, μια ανεμόσκαλα για τα ψηλά θα ρίχνει ο ήλιος το ξημέρωμα και μια λεωφόρο από ασήμι το φεγγάρι κάθε βράδυ, για τα μακριά. Τα πέλαγα, τα άγνωστα, τα δύσκολα, τα συναρπαστικά.
Τα δικά μου που γίνονται μέρα τη μέρα και δικά σου κι όλα τα δύσκολα με μιας της ευκολίας αποκτούν την άνεση.
17 Ιουλίου, ντάλα καλοκαίρι και μια ελπίδα φωτίζει την οθόνη.