Βαγγέλης Βουτσινάκης
Σχεδόν σαράντα χρόνια...
Για τον Μάνο Λοΐζο έχουν πει κι έχουν γράψει άλλοι, καταλληλότεροι κι εγκυρότεροι.
Εκείνο που απομένει σε μένα να προσθέσω είναι ότι με τις μουσικές και τα τραγούδια του έντυσε με χρώματα και πλημμύρισε με συναισθήματα μιαν από τις πιο όμορφες περιόδους της ζωής μου. Δε λέω την ομορφότερη γιατί ακόμα ελπίζω στο καλύτερο.

Έβαζα στο πικ απ τους δίσκους του και η φωνή της Αλεξίου, της Γαλάνη, του Παπακωνσταντίνου, του Καλατζή, του Νταλάρα, της Κωχ ή της Φαραντούρη με ταξίδευαν απ’ τη Τζαμάικα στον Άγιο Νείλο, το Κερατσίνι και την Κοκκινιά κι απ’ του Καραϊσκάκη το κονάκι στην απάνω γειτονίτσα.
Άκουγα τον «Δρόμο» και το «Καλημέρα ήλιε» και γέμιζε η κάμαρα φως, η ζωή ελπίδα. Έβλεπα τα όνειρά μου να μου χαμογελούν κι ήμουν έτοιμος να κάνω τον κόσμο μια δρασκελιά, να περπατοπετάξω, να κάνω στην αγκάλη της το γύρο του θανάτου.
Μαζί με τα τραγούδια του πέρασα κι εγώ μαζί με την Ελλάδα από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Πήγα φαντάρος, ερωτεύτηκα, έκλαψα και γέλασα. Δούλεψα σκληρά, γνώρισα την αδικία, ένιωσα την πίκρα, είδα τον ξεριζωμό για την ξενιτιά. Διαδήλωσα, διεκδίκησα, πίστεψα, ακολούθησα.
Η μελωδίες του άγγιζαν εμπνευσμένους στίχους και τους μάγευαν, τους μεταμόρφωναν σε γύφτισσες που γύριζαν σε δρόμους, σε πλατείες, σε λιμάνια, σε σταθμούς κι έρημα ντοκ μέχρι να φτάσουν να μας φιλήσουν και να χαρίσουν φτερά στις καρδιές, στην καρδιά μου, να φωλιάσουν μέσα της σαν παράπονο, σαν πίκρα, σαν λυγμός, αλλά και σαν σπίθα, σαν κραυγή, σαν ανάσα ζωής.
Τα τραγούδια του Λοΐζου με πήραν μαζί τους, με σεργιάνισαν μέσ’ στο μαγικό τους το βυθό, μ' έβαλαν σε γαλέρες και σε πλεούμενα. Ήταν και θα είναι το γλυκό φτερούγισμά μου στη ζωή κι η ζωντανή ελπίδα μου ότι, τελικά, τίποτα δεν πάει χαμένο.