Βαγγέλης Βουτσινάκης
Μια φωτογραφία

Μια φωτογραφία. Πόσες αναμνήσεις μπορεί ν’ ανακαλέσει στη μνήμη; Πόσα πρόσωπα ή τόπους να θυμίσει; Πόσα συναισθήματα ή εποχές να ζωντανέψει; Πόση συγκίνηση να σταλάξει στην ψυχή;
Ένα στιγμιότυπο ξεχασμένο, μια στιγμή ξενοιασιάς σβησμένη απ’ τη μνήμη, ένα χαμόγελο και μια αγκαλιά παρασυρμένα απ’ της λήθης τ’ αεράκι. Χρώματα καλοκαιρινά, παστέλ, ξεραμένα στου χρόνου την παλέτα.
Έφτασε ως εμένα χέρι – χέρι από τα ξεδέλφια μέσω του γιού μου του μικρού, ανακάλυψη μιας γενικής ανακαίνισης στο σπίτι της θείας, της τελευταίας που έφυγε από τα δέκα τα αδέλφια πριν ένα περίπου χρόνο.
‘Ατιμο πράγμα οι ανακαινίσεις, πας για το νέο, το καινούργιο και το σύγχρονο κι ώσπου να φτάσεις σ’ αυτό, είναι φορές που ξεσηκώνεται, όχι μόνο κουρνιαχτός απ’ τη σκόνη, αλλά κι από τις λησμονημένες μνήμες. ‘Ασε που οι χώροι οι ίδιοι έχουν να σου ψιθυρίσουν ιστορίες σε κάθε σου βήμα και να σου θυμίσουν πρόσωπα και συναισθήματα με κάθε αντικείμενο ή σκεύος που αντικρύζεις, κάθε ντουλάπα ή ερμάριο που ανοίγεις.
Σ’ αυτή την ανακαίνιση χρωστώ αυτή τη χάρη και τη χαρά μαζί, που έπιασα στα χέρια μου μία στιγμή ολωσδιόλου ξεχασμένη, ένα γεγονός παντελώς αγνοημένο απ’ της μνήμης το «μαύρο κουτί» κι απ’ της ζωής τα σπουδαία γεγονότα. Μία φωτογραφία άγνωστη. Μια βραδιά καλοκαιριού. Μία γιορτή.
Ναι, είχε γιορτές –δόξα τω Θεώ– η ζωή μας. Είχε αγάπη και δεσμούς συγγενικούς γερούς κι αλληλεγγύη και ομόνοια. Σμίγαμε κι ενώναμε τις χαρές –μα και τις λύπες, μη νομίζεις– κι είχαμε πάντοτε πράματα να πούμε και χαμόγελα ν’ ανταλλάξουμε, τραγούδια όχι τόσο δα συχνά, αλλά ιστορίες και πειράγματα ουκ ολίγα.
Η Χίος έδινε άλλωστε τόσες αφορμές. Τα Μεστά, η Διδύμα, ο Λιμένας. Κεντούσαν τις βραδιές με αναμνήσεις κι εμείς ακούγαμε κι ακούγαμε ώσπου να βαρεθούμε και ν’ αρχίσουμε να λέμε τα δικά μας, παραδομένοι σε μιας μπύρας ή ενός κρασιού τη δροσερή απόλαυση βλέποντας παραδίπλα τα παιδιά να μεγαλώνουν μέσα στη σιγουριά και την ασφάλεια που το παρόν –νομίζαμε– εξασφάλιζε.
Κοιτώ και ξανακοιτώ αχόρταγα τα πρόσωπα. ‘Ιδια, όπως η μνήμη έχει χαράξει, όπως ο νους τα έχει φυλαγμένα στην προθήκη του, ανεξίτηλα, καθάρια, αγαπημένα. Σαν να μιλάνε με την έκφραση που ο φακός στιγμιαία τα ‘χει αρπάξει, σαν να με βλέπουν κοιτώντας ολόισα στα μάτια και σαν να εύχονται, ταυτόχρονα, μέσα από τη σοφή –ναι, σοφή– εκείνη τη σιωπή τους.
Τι άλλο; Να προσέχουμε! Ν’ αντέξουμε και τούτα εδώ τα δύσκολα να περάσουν, όπως περάσανε κι άλλα της ζωής μας δύσκολα, και με υπομονή και θάρρος τα υπομείναμε και νικητές στο τέλος αισθανθήκαμε. Νικητές, όπως στα μάτια και την καρδιά τους πάντα ήμασταν, ακόμα κι όταν μας βλέπανε πεσμένους κι είχαν το χέρι έτοιμο ξανά να μας τραβήξουν και τον καλό το λόγο να μας γιάνει.
Κοίτα τι φέρνει μία ανακαίνιση! Πόσα παλιά και άχρηστα νομίζεις, σε μια στιγμή πολύτιμα προβάλουνε μπροστά σου. Μα, δες και πόση δύναμη κρυμμένη έχει μια φωτογραφία μέσα της, πόσες ζωές σε μια στιγμή ξαναενώνει!