Βαγγέλης Βουτσινάκης
Η επιστράτευση της λογικής
στην ιδεώδη απόσταση μιας μονομαχίας.
οι ανάγκες σου,οι ανάγκες μου…
Η «Ζούγκλα» της Κικής Δημουλά δεν συμπεριλαμβάνεται –όπως «Ο πληθυντικός αριθμός» ή η «Σκόνη»– στο βιβλίο λογοτεχνίας της Γ’ Λυκείου.
Δεν αδικώ την Επιτροπή για την επιλογή, πού να φανταστεί πόσο επίκαιρες πτυχές θα μπορούσε ν’ αποχτήσει στις μέρες μας με αφορμή μια βόλτα της ποιήτριας στην Κυψέλη. Άλλωστε, οι μαθητές έχουν τόσες άλλες «ζούγκλες» να διδαχτούν, να παραδειγματιστούν, να μιμηθούν.
Χαμένοι σε σελίδες και κεφάλαια και σε μερόνυχτα εντατικού διαβάσματος τούτες τις μέρες ιδιαίτερα, πολλοί απ’ αυτούς ίσως δε μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τη δηλητηριώδη αφθονία αντιθέσεων και τα τόσα αθέατα θηρία που ξεπήδησαν στη μικρή ζούγκλα μιας ιστορίας «για ένα παγκάκι», ακολουθώντας τις κραυγές τροπαιοφόρου θηριωδίας που έσερναν τα social media.
Μα, κι οι καθηγητές τους, χρόνο πολύ στα σίγουρα δε βρήκαν για να εκφράσουν την αντίθεσή τους για τον τρόπο που τα μέσα και η μάζα, οι επώνυμοι ή οι ανώνυμοι, ανέδειξαν και χειρίστηκαν το θέμα. Ίσως κάνανε πράξη το: «Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει –έχει μεγάλη πείρα ο χαμός».
Όλη τους η σπουδή κι όλη η φούρια, μονάχα για την απεργία, για την επιστράτευση και για ανακοινώσεις που αρχίζουν από «όχι». «Όχι στις διώξεις…», «όχι στις νέες ρυθμίσεις…», «όχι στη συμμετοχή των διευθυντών…».
Έχει πολλούς θορύβους η εποχή μας. Η κρίση ξεκαπάκωσε μυριάδες ενοχλήσεις, που άλλοτε περνούσαν απαρατήρητες ή ανεπαίσθητες, ενώ τώρα βιώνονται ως καρφιά κι αγκάθια στο ξεγυμνωμένο κουφάρι της κοινωνικής συνενοχής.
Φανέρωσε αδυναμίες χρόνιες κι αγκυλώσεις εγγενείς. Πάθη που ξεγλιστρούσαν απαλά πάνω απ’ το καλογυαλισμένο κέλυφος της επάρκειας και στερεότυπα που διαλάνθαναν επιδέξια πίσω από την τροφαντή κενότητα των σχέσεων.
Οι τελείες χάθηκαν, έστω κι οι άνω. Γι’ αυτό φταίνε τα κόμματα, μπήκαν παντού και δεν μπαίνουν πλέον πουθενά. Ο λόγος ατελείωτος κι αμέτρητος ασύνδετος κι ασυνάρτητος, καταναλώθηκε και σπαταλήθηκε δίχως περίσκεψη, δίχως μέτρο, δίχως λογική.
Ο λόγος έγινε βία, αφόπλισε τα επιχειρήματα και το διάλογο κι όπλισε δάχτυλα κι οθόνες. Οι λέξεις αραδιάζονται και ξιφουλκούν επιτιθέμενες σε όποια γνώμη, άποψη ή σκέψη θεωρηθεί πως παραβαίνει, παρεκτρέπεται ή δεν ταιριάζει μ’ εκείνη που σκοτεινιάζει το μυαλό και φωτίζει την οθόνη μου.
Έχει βία πολύ η εποχή μας.
Μια βία πυκνή κι υπόκωφη από χρόνια, που έχει ξεσπάσει σήμερα σαρώνοντας αξίες απλές κι ανθρώπινες, που διαιώνιζαν τη συνύπαρξη και δικαίωναν την κοινή μας πορεία. Αξίες που γειτόνευαν με την κοινή λογική και θεμελιώνονταν στην κοινή πείρα και τα βιώματα. Δεν είναι οι τεχνολογίες που τις ισοπέδωσαν, ούτε η κρίση που σ’ αυτήν έντεχνα φορτώνουμε όλα τα στραβά και τ’ ανάποδά μας.
Ο σεβασμός, η αξιοπρέπεια, ο αλτρουισμός, το φιλότιμο, η αλληλεγγύη δεν καταργήθηκαν από τα μνημόνια, ούτε ακυρώθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Δεν μπορούν όμως και να διατηρηθούν με νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές διατάξεις.
Την ευκολία πρόσβασης στις τεχνολογίες, την ελευθερία έκφρασης, την ανοχή και την ανεκτικότητα των θεσμών, την κοινωνική εξέλιξη, από εργαλεία προόδου, ανάπτυξης, πολιτισμού κι επικοινωνίας, τα μετατρέπουμε σε όπλα και σε καταπέλτες σκότους, εμπάθειας, μισαλλοδοξίας.
Μεταφέρουμε σ’ ένα άυλο εικονικό κόσμο ό,τι χαμερπές και ποταπό, ό,τι ασήμαντο κι ανήθικο. Δίνουμε αξία και προσοχή σ’ εκείνα που διχάζουν, ταπεινώνουν, προσβάλουν. Αδιαφορούμε για τη σύνθεση, τη συνδιαλλαγή, τη συγγνώμη.
Με τις ταχύτητες των μέσων και τις ευκολίες των δικτύων νομίζουμε πως κατακτήσαμε και την απόλυτη αλήθεια, το απόλυτο δίκαιο, το απόλυτο ηθικό πλεονέκτημα. Καθένας για τον εαυτό του και κατά τις ανάγκες του διεκδικεί ολοένα και περισσότερο «αέρα» σ’ ένα χώρο που ασφυκτιά ήδη από την πολυκοσμία, την πολυγνωμία, την πολυχρωμία.
Ανάμεσα σ’ όλο αυτό το «πολυ-» δεν αναζητάμε το ίδιο, το παρόμοιο, το ανάλογο, το μέτρο. Δεν ψάχνουμε τον διάλογο, τη συμπλήρωση, την ολοκλήρωση. Δεν αναζητάμε τη γνώση, τη μόρφωση, την επικοινωνία. Την αντίθεση γυρεύουμε για να ξεσπάσουμε, το διαφορετικό επιδιώκουμε για να επιτεθούμε, το σφάλμα καταδιώκουμε για ν’ αποθεώσουμε το εγώ μας.
Δεν ξέρω πια πού βρίσκεται η κοινή λογική κι αν με τη φόρα που όλοι έχουμε πάρει μπορεί κάπου να φτάσουμε ενωμένοι και σώοι. Τις απώλειες ήδη τις μετράμε σχεδόν καθημερινά και δεν είναι μόνο όσοι υποφέρουν από την έλλειψη των χρειαζούμενων. Ανοίγοντας τον υπολογιστή σου μπορείς να τα δεις.
Αυτά που χάνουμε ανεπαίσθητα κι αδιόρατα με φοβίζουν, αυτά που πυροβολούμε με τα ίδια μας τα χέρια, είτε Ιστορία λέγονται, είτε Ζωή, είτε Αναμνήσεις, είτε Αξίες. Αυτά που θάβουμε –όπως στους κήπους κάποιοι τις χύτρες με τα ευρώ– στα άδυτα της λήθης και της αχαριστίας, όπως ο φόβος της σιωπής, η παγωνιά της μοναξιάς, η τυραννία των ολίγων.
Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι ὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει, κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸ στὰ ξεροπόταμα καὶ παρασύρθηκα.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.
"Την ποίηση δεν την εννοούμε. Πρωτίστως τη νιώθουμε. Πριν μας δοθούν κατευθύνσεις και οδικοί χάρτες" *
(*Κική Δημουλά, Διατριβή ενός Αδαούς Μονολόγου Πάνω σε Άγνωστο Θέμα -Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γενικού Λυκείου - Θεωρητικής Κατεύθυνσης - Θετικής Κατεύθυνσης επιλογής, σελ. 327)