Βαγγέλης Βουτσινάκης
Για όλα φταίει ο Γιώργος
«Για όλα φταίει ο Νταλάρας», ήταν το επί σκηνής χαριτολόγημα της Ελένης Βιτάλη μετά το εξαιρετικό «’Ισως φταίνε τα φεγγάρια», που ερμήνευσε μαζί με το Γιώργο Νταλάρα και τη Γλυκερία στο πάλκο της «Ιεράς Οδού».
Κι όσο προχωρούσε το πρόγραμμα και τα τραγούδια που μεγάλωσα μαζί τους διαδέχονταν το ένα το άλλο κι οι εποχές ξετυλίγονταν απ’ το κουβάρι του μυαλού μου πιο γλυκά, πιο αρμονικά, πιο ξεκάθαρα, πιο ανθρώπινα, μπόρεσα να διακρίνω τα κομμάτια του εαυτού μου ανάμεσά τους.«Ναι, φταίει», σιγοψιθύρισα με τη σειρά μου σαν υπεκφυγή, σαν άλλοθι.
Έντυσε τις εποχές με τη φωνή του. Πήρε τους στίχους και τους έκανε σκέψεις. Πήρε τις μουσικές και τις έκανε σημαίες και παντιέρες σε γήπεδα, σε θέατρα, σε σκηνές. Ένωσε φωνές, ψυχές, πόνους και πόθους, λύπες και χαρές.
Σάλπιζε τις μελωδίες μιας Ελλάδας που αρμένιζε ανεμπόδιστα στα γαλήνια δημοκρατικά νερά της μεταπολίτευσης. Της μικρής πατρίδας που γινόταν στα λόγια του μεγάλη για να υπάρχει όσο υπάρχουμε. Μιλούσε με τα τραγούδια του του καιρού τις αλλαγές και των εποχών τα γυρίσματα.
Μας πήρε μαζί του στον Ορφέα και στο Αττικό.
Μας σεργιάνισε στην Ιστορία μιας άλλης Ελλάδας. Της Ελλάδας του ρεμπέτικου, του λαϊκού, του έντεχνου, του πολιτικού τραγουδιού. Τη σεβάστηκε. Δεν την πρόδωσε, δεν την παραχάραξε. Πρόσφερε αυτό που είχε, αυτό που αισθανόταν, αυτό που μπορούσε. Επαγγελματικά, ευσυνείδητα, υπεύθυνα. Είχε να πει κάθε φορά και κάτι διαφορετικό.
Ψαχνόταν κι έψαχνε. Πρότεινε. Δεν απαιτούσε. Δεν παρακάλαγε. Επέμενε, όμως.
Όταν έβγαλε βρώμα η Ιστορία ότι ξοφλήσαμε, έμεινε όρθιος. Πάνω στη σκηνή, μπρος στο μικρόφωνο. Η φωνή του όμως ηχούσε παράταιρα μελωδική ανάμεσα στις κραυγές και τα γρυλίσματα.
Έγινε στόχος.
Στις μέρες που δεν αντέχουν την ομορφιά και μισούν την ισορροπία, την αρμονία και το συναίσθημα, ο τροβαδούρος γίνεται καιροσκόπος κι ο κάθε Νταλάρας ξένος κι εχθρός. Πρέπει να σκύψει στα κελεύσματα του όχλου. Τα τραγούδια του ήταν μιας εποχής που πρέπει να σβήσει, να εξαφανιστεί. Ήταν η μελωδική φωνή της μεταπολίτευσης και έπρεπε να τελειώνει. Η μακροβιότερη περίοδος δημοκρατικής ομαλότητας για τον τόπο.
Με παρέσυρε σ’ επικίνδυνα μονοπάτια ο Νταλάρας κι οι συνεργάτες του με τα τραγούδια τους.
Μ’ έπιασε τρυφερά απ’ το χέρι και με κατηύθυνε σε χρόνια που δεν πρέπει πια να θυμάμαι, γιατί ήταν -λένε- χρόνια αλλοτρίωσης και καταστροφής. Ανηθικότητας, σήψης και διαφθοράς. Επί της ουσίας δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος για να βρεθώ σ’ αυτόν τον χώρο βραδιάτικα. Ίσως το ίδιο να έπρεπε να σκέφτονταν κι οι δεκάδες άλλοι που γέμισαν ασφυκτικά την αίθουσα και τον εξώστη.
Τι δουλειά έχω τώρα, λίγες μόνο μέρες πριν της εκλογές της απελευθέρωσης, να ξίνω παλιές πληγές και να ανατρέχω σε δίσεχτους καιρούς;
Φταίει ο Νταλάρας.
Φταίει ο Γιώργος.
Φταίει ο Νταλάρας, γιατί εξακολουθεί να επιμένει και να τραγουδά.
Εξακολουθεί να ανεμίζει με τους διαχρονικούς στίχους των τραγουδιών του και τις αξεπέραστες μουσικές τους τα ορόσημα του χαμένου δρόμου. Εξακολουθεί να χρωματίζει πίσω απ’ τον καπνό και την καταχνιά το μουντό παρόν μ’ ένα άρωμα Ελλάδας που όλοι λίγο – πολύ κουβαλάμε μέσα μας.
Φταίει ο Νταλάρας, ο Γιώργος κι ο κάθε Γιώργος, ο Μήτσος, η Κατερίνα. Φταίνε τα φεγγάρια τα ίδια. Τα τραγούδια ίσως. Φταίνε όλοι όσοι ξεφεύγουν απ’ το μέσο όρο της εποχής τους. Φταίνε όσοι ανοίγουν προοπτικές, προτείνουν κατευθύνσεις, αλλαγές κι ανατροπές ζωής, λύτρωσης.
Φταίνε όσοι χαλάνε την παραφωνία και τη χασμωδία της κρίσης, της απελπισίας, της δυστυχίας των εποχών και των ανθρώπων. Φταίνε, γιατί δεν γλύφουν πληγές για να γιάνουν, μόνο ρίχνουν αλάτι αλήθειας κι ελπίδας, όπως το μπορούν, όπως είναι δυνατό, για να στύψουν, για να σταθούν όλοι όρθιοι, για να νοστιμίσει η πεζή κι άνοστη ζωή. Φταίνε, γιατί σ’ όλη τους την πορεία, τη διαδρομή, την ιστορία, αισθάνονται να τους βαραίνει ένα διαρκές χρέος, μια υποχρέωση. Μόνο χρωστούν. Τραγούδια, χαμόγελα, προτάσεις, όνειρα.
Μου μαλάκωσε την καρδιά ο Γιώργος Νταλάρας, με συγκίνησε, ξύπνησε συναισθήματα και αναμνήσεις. Με βάρκα τα τραγούδια του ταξίδεψα σε μιαν Ελλάδα που εξακολουθεί να είναι εδώ και να περιμένει. Εξακολουθεί να βρίσκεται μέσα στην καρδιά και τη σκέψη μας. Εξακολουθεί να ελπίζει, μαζί με τα τραγούδια, με τα χαμόγελα, με τις μουσικές, ότι κάποια στιγμή θα καταλάβουμε ότι υπάρχει. Θα την ανακαλύψουμε και πάλι.
Θα ξαναβρούμε μαζί της και τον χαμένο εαυτό μας.