Βαγγέλης Βουτσινάκης
Μια βόλτα.

Περπατώ δυο – τρία βήματα πίσω της, συνηθισμένες διαδρομές που η ερημιά των δρόμων μεταμορφώνει σε αγνώριστες, απόκοσμες. Βλέπανε καμιά ταινία πιο παλιά τα παιδιά με παγκόσμιες καταστροφές, ιούς και εξωγήινους και τα πείραζα: «Τι βλακείες βλέπετε. Δεν γίνονται αυτά». Περπατώ Σαββατόβραδο πίσω απ’ το σκυλί μου, τη Νούκα, και σκέφτομαι τι βλακείες έλεγα.
Κάποια παράθυρα είναι ήδη φωτισμένα, κάποια άλλα κλειστά, σκοτεινά. Από κάπου ακούγονται πού και πού λέξεις «μαμά!», «εδώ», που κάνουν τη μοναχική βόλτα στην κλειστή μου πόλη πιο αγνώριστη, πιο εξωπραγματική, πιο ξένη. Η μπλε αντανάκλαση στη τζαμαρία της γωνιακής πολυκατοικίας μαρτυρά την παρουσία τηλεόρασης, ποιοι να κάθονται απέναντί της; Νέοι, μάλλον, απίθανο. Μεσήλικες; Ηλικιωμένοι; Πώς να αισθάνονται μ’ όλα αυτά που τις τελευταίες μέρες βλέπουν το φως της δημοσιότητας; Τους ενδιαφέρουν άραγε ή έχουν άλλα προβλήματα, άλλες προτεραιότητες ίσως, κι αδιαφορούν; Είναι τόσα πολλά και τόσο αποπνικτικά.
Το χιόνι λες κι εξαφανίστηκε ως δια μαγείας. Μικρά λοφάκια βρωμισμένα σε γωνιές μαρτυρούν πως μόλις πριν δυο μέρες όλα τριγύρω εκεί ήταν κατάλευκα. Η Νούκα κοντοστέκετε σ’ ένα απ’ αυτά, κοιτάζω στην απέναντι πολυκατοικία, τα πιο πολλά παράθυρα είναι πια φωτισμένα. Ευτυχώς στην περιοχή το φως αυτές τις δύσκολες μέρες δεν κόπηκε. Ένα χιόνι στην πρωτεύουσα και παρέλυσαν ολόκληρες περιοχές, έκλεισε ο εθνικός δρόμος. Προληπτικά.
Αναρωτιέμαι, έτσι όπως στρίβουμε δεξιά στο μικρό στενάκι, αν έτσι είναι η πρόληψη στους δρόμους του κόσμου, τους εθνικούς δρόμους. Τους κλείνουν ή προετοιμάζονται για να μένουν ανοιχτοί στα δύσκολα; Ακόμα κι εδώ, στο στενάκι, που ο ήλιος φτάνει δύσκολα, μόλις που το χιόνι έχει αφήσει τα ίχνη του ίσα – ίσα στις άκρες απ’ τη μάντρα. Στη γειτονιά, στο Χαλάνδρι, κανείς δρόμος δεν έκλεισε. Κάποιοι που είχαν την ευθύνη ξενύχτησαν [τους έβλεπα και τους άκουγα να ρίχνουν αλάτι αργά, μετά τα μεσάνυχτα].
Ένα φως που άναψε σ’ ένα παράθυρο -κουζίνας μάλλον αν κρίνω απ’ το φωτιστικό που διακρίνω στο ταβάνι- τράβηξε το βλέμμα μου και το μυαλό μου έφυγε ψηλά. Το φεγγάρι τρέχει ή τα σύννεφα βιάζονται να το κρύψουν; Μένω για λίγο, η Νούκα μυρίζει μ’ ενδιαφέρον χαμηλά στη μάντρα. Τι θέαμα!
Μίλια, εκατομμύρια μίλια μακριά, από χτες, μια μηχανή από τη γη κυλά κι εξερευνά τον ‘Αρη. Τι μέρες έχουν έρθει; Σε τι μέρες ζω; Εκεί πάνω, έξω μια απέραντη μεγαλοσύνη, ένα χάος που μπορεί ανά πάσα στιγμή να μας καταπιεί ή να μας σώσει κι εδώ κάτω, και πιο κάτω και πολύ πιο παρακάτω σερνόμαστε σ’ ό,τι πιο χαμερπές κι ασήμαντο, σ’ ό,τι πιο απάνθρωπο και ζωώδες. Ικανοί για τα πιο μεγάλα και τα πιο μικρά ταυτόχρονα. Γιατί εδώ κολλάμε στα μικρά;
Βγήκαμε στο μεγάλο δρόμο. Το περίπτερο από ώρα κλειστό. Τα κίτρινα φώτα στις κολώνες διαλύουν την αγριάδα της ερημιάς και της μοναξιάς. ‘Ενας ντελιβεράς περνάει με ταχύτητα. Νύχτωσε για τα καλά, άρχισαν οι παραγγελίες. Η Νούκα εξερευνά την πρασιά στη γωνία, είναι η αγαπημένη της μεριά. Κοιτώ ένα γύρω εδώ που έχει άπλα και φως. Η γειτονιά μου, το σπίτι μου, οι άνθρωποί μου. Πόσα συναισθήματα μπορούν να ξυπνήσουν, να θυμίσουν, να προσφέρουν, φτάνει μια ματιά μ’ ενδιαφέρον, ένα ζεστό χαμόγελο, ένα σ' αγαπώ.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα, αισθάνομαι τον φρέσκο αέρα να φτάνει βαθιά στα πνευμόνια μου, κάπου εκεί παραδίπλα -σκέφτομαι- μπορεί να βρίσκεται η ψυχή μου. Είναι γεμάτη. Μπορεί να συγχωρήσει τα λάθη μου, να κατανοήσει τις αδυναμίες μου, να παρηγορήσει τη θλίψη μου, να αγαπήσει τους ανθρώπους. Μπορεί να σηκωθεί, να συνεχίσει.
Η Νούκα δείχνει ευχαριστημένη αλλά είναι κι αχόρταγη! Μια ακόμα βόλτα πάντα την αποζητά. Κι όμως, όπως γυρνά και με κοιτά ίσια στα μάτια μόλις της είπα «Νούκα!» στρίβει μονομιάς και κατευθύνεται ίσια στην εξώπορτα, σχεδόν με τραβάει! Εγώ είμαι εκείνος τώρα που σαν να θέλω να κάνω μία βόλτα παραπάνω!